- οροδιαγνωστικός
- -ή, -ό1. ιατρ. αυτός που αφορά τη διάγνωση η οποία γίνεται με βάση την ανάλυση και εξέταση τού ορού τού αίματος2. το θηλ. ως ουσ. η οροδιαγνωστικήιατρ. μέθοδος ανοσολογικής διαγνωστικής τών λοιμωδών και τών αυτοανοσιακών νοσημάτων η οποία βασίζεται στην ιδιότητα τού ορού εμβολιασθέντων ή πασχόντων από ορισμένη νόσο ανθρώπων ή ζώων να συνδέεται με τα αντιγόνα τού παθογόνου παράγοντα προκαλώντας μια άμεσα ορατή ή έμμεση αντίδραση3. φρ. «οροδιαγνωστικές αντιδράσεις»ιατρ. εργαστηριακές μέθοδοι που εκτελούνται σε δείγματα ορού τού αίματος για την ανίχνευση αντισωμάτων ή ανάλογων ουσιών που εμφανίζονται ειδικά σε συνδυασμό με ορισμένες νόσους.
Dictionary of Greek. 2013.